- σύφαρ
- τὸ, Α1. κομμάτι παλιού και ρυτιδωμένου δέρματος2. ως επίθ. ὁ, ἡ σῦφαρρυτιδωμένος, γερασμένος3. (κατά τον Ησύχ.) α) «τὸ ἐπὶ τοῡ γάλακτος ἀφρῶδες, ἄνθος τοῡ γάλακτος, γραῡς»β) «συκον ἐρρυτιδωμένον»4. φρ. «σῡφαρ τοῡ ὄφεως» — το δέρμα τού φιδιού (Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. σῦφαρ και το λατ. sũber «φελλός, δρυς» αποτελούν παράλληλα δάνεια από μια κοινή ρίζα με αρκτικό σ-. Η άποψη αυτή όμως προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές όσο και σε μορφολογικές δυσχέρειες, λόγω της δυσερμήνευτης εναλλαγής -φ-/ -b- στους δύο τ., αντίστοιχα].
Dictionary of Greek. 2013.