σύφαρ

σύφαρ
τὸ, Α
1. κομμάτι παλιού και ρυτιδωμένου δέρματος
2. ως επίθ. ὁ, ἡ σῦφαρ
ρυτιδωμένος, γερασμένος
3. (κατά τον Ησύχ.) α) «τὸ ἐπὶ τοῡ γάλακτος ἀφρῶδες, ἄνθος τοῡ γάλακτος, γραῡς»
β) «συκον ἐρρυτιδωμένον»
4. φρ. «σῡφαρ τοῡ ὄφεως» — το δέρμα τού φιδιού (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. σῦφαρ και το λατ. sũber «φελλός, δρυς» αποτελούν παράλληλα δάνεια από μια κοινή ρίζα με αρκτικό σ-. Η άποψη αυτή όμως προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές όσο και σε μορφολογικές δυσχέρειες, λόγω της δυσερμήνευτης εναλλαγής -φ-/ -b- στους δύο τ., αντίστοιχα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • EXUVIAE — proprie serpentum superficies. Solin. de scytale serpente c. 27. In hoc tamen squamarum nitore hiemales exuvias prima ponit. Graecis τὸ γῆρας et σῦφαρ, ut apud Hesych. videre est. Unde et γῆρας χελωνῶν, exuviae testudinum, et Latinis vett. suber …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SUBER — Graece φελλὸς, arbor est non minima, glans pessima, rara, cortex tantum in fructu proecrassus ac renascens, atque etiam in denos pedes undique explanatus, Plin. l. 16. c. 8. imo vix aliud quam cortex, unde eiam ex Graeco σῦφαρ, quod pellem et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ξύσιλος — ξύσιλος, ον (ΑΜ) 1. ξυρισμένος, λείος 2. (κατ αλλ. ερμ.) αυτός που ξύνεται διαρκώς σαν τον ψωριάρη. ο ψωραλέος, ο λεπρός 3. συνεκδ. ο γέρος, ο ρυτιδωμένος («τὶ μὰν ξύσιλος, τὶ γὰρ σῡφαρ ἀντ ἀνδρός», Σώφρ). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. από το θ. ξυστού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”